αγλαώψ

αγλαώψ
ἀγλαώψ (-ῶπος), ο, η (θηλ. και ἀγλαῶπις) (Α)
1. αυτός που έχει λαμπερά, φωτεινά μάτια
2. λαμπερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + ὤψ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγλαῶπι — ἀγλαώψ bright eyed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”